-
1 μετάπτωσις
A change, Pl.Lg. 895b, etc.;τῶν πραγμάτων Arist.MM 1207b12
;τὸ κατὰ μετάπτωσιν ἐνόχλημα Epicur.Fr. 154
;ὁ βίος ἀδήλους τὰς μ. ἔχει Men.Mon. 581
;εἰς ἄλληλα Str.17.1.36
: pl., OGI335.128 (Pergam.); -σεις λημμάτων, λόγων, Arr.Epict.1.7.20, 3.2.17; εἰ.. εἰς μ. ἔσται ὁ ἀγρός if it shall be transferred, CIG 3702 ([place name] Mysia);ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Ael.VH2.29
.III Gramm., inflexion, μ. εἰς ἀριθμόν, πτῶσιν, A.D. Adv.181.2: generally, change, μ. τοῦ ο ¯ εἰς τὸ ᾱ Tryphoib.174.4;ἐκ -πτώσεως A.D.Synt.50.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάπτωσις
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский